ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ ΣΤΑ ΕΜΠΑΡΟΧΩΡΙΑ

 


Του Μανώλη Χετζογιαννάκη εκπ/κού, μέλος του Συλλόγου Συγγραφέων Λογοτεχνών Ηρακλείου ΚΡΗΤΩΝ ΛΟΓΟΣ

 

Πέρασε κι ο Δεκαπενταύγουστος όπως πέρασε κι ο Θεριστής κι ο Αλωνάρης και πλησιάζει σιγά σιγά στο τέλος του και το καλοκαίρι. Ένα καλοκαίρι με το άγχος των διακοπών που δεν κάμαμε, το άγχος του οικονομικού, το άγχος των ασθενειών. Ένα καλοκαίρι που κάποιοι μπόρεσαν να παραβρεθούν σ’ ένα σωρό εκδηλώσεις άλλες πολύ αξιόλογες κι άλλες όχι. Τα μάτια μας χόρτασαν λογής λογής αφίσες. Εκεί τραγουδάει ο τάδε καλλιτέχνης εξ Αθηνών εκεί  παίζει ο τάδε ντόπιος. Οι πολιτιστικοί σύλλογοι των χωριών κάνουν το χρέος τους όπως τουλάχιστον το εννοούν εκείνοι. Φτιαχτά κι απόξενα πανηγύρια, κρύα γλέντια, με πολυδιαφημισμένους οργανοπαίχτες που μόνο την παράδοση δεν ακολουθούν, με τη δικαιολογία ότι ανοίγουν νέους μουσικούς δρόμους . Πάνε και χάνονται ολοένα και πιο πολύ τα παραδοσιακά μονοπάτια τα δουλεμένα με πόνο και ιδρώτα. Ξεπερασμένα και ξεχασμένα. Έτυχε πριν λίγες μέρες να δω και ν’ ακούσω ένα παλιό βιντεάκι με τον Ψαραντώνη και σηκώθηκε η τρίχα μου. Πόση ομορφιά, τι παίξιμο! Τώρα, καλά να ‘ναι η τεχνολογία που βοηθάει στο να μην καταλαβαίνεις τι παίζει και πώς παίζει ο καθένας και μόνο τα μουγκρίσματα και τις σκληριές αντιλαμβάνεσαι. Το πολύ πολύ ένα λαούτο συνόδευε τον λυράρη. Μάλιστα κάπου διάβασα ότι κάποιος αρνιόταν να παίξει με πασαδόρο γιατί λέει το λαούτο καλύπτει τις ατέλειες του λυράρη. Τι θα έλεγε άραγε σήμερα με όλα αυτά τα κλαπατσίμπαλα που τον συνοδεύουν!

    Αναπολώ εξαιτίας τους τα γνήσια αυθεντικά στην ολότητά τους πανηγύρια και τα γλέντια που τα συνόδευαν. Γλέντια που γίνονταν πάντα για κάποιο συγκεκριμένο σπουδαίο λόγο και όχι όποτε καπνίσει του κάθε συλλόγου κι ας είναι μέρες νηστείας. Ποιος νοιάζεται; Ποιος νηστεύει πια; Ποιος πιστεύει πια θα πρόσθετα!

    Άλλο γλεντάκι παρεΐστικο, άλλο το γλέντι του γάμου που γινόταν συνήθως στα σπίτια των νεονύμφων ή των συγγενών τους κι άλλο γλέντι παναγυριώτικο! Η τιμή στον Άγιο του χωριού έπρεπε να είναι και ήταν ξεχωριστή. Μέρες πριν υπήρχε οργασμός στα καφενεία του χωριού. Έπρεπε πριν απ’ όλα να βρεθούν οι μυρτιές και τα κλαδιά των πλατάνων για να σκεπαστούν καλά οι αυλές των καφενείων όπου θα γινόταν το γλέντι γιατί εκείνα τα χρόνια οι λυράρηδες έπαιζαν και τη μέρα όπως και τη νύχτα κι οι χωριανοί κι οι ξενοχωριανοί έπρεπε να είναι προστατευμένοι από τον ήλιο. Ύστερα φτάνανε τα φορτηγά φορτωμένα τραπεζάκια και καρέκλες ξύλινες, δανεισμένες από καφενεία γειτονικών ή πιο απομακρυσμένων χωριών που έπρεπε να στρωθούν και να τακτοποιηθούν.

    Την παραμονή μικροί και μεγάλοι κοιτάζαμε τα περάσματα για να δούμε αν έρχονταν ξενοχωριανοί μουσαφίρηδες πάνω σε γιορτινά στολισμένα γαϊδουράκια ή μουλάρια με πλουμιστά υφαντά και πατανίες. Η χαρά μας μεγάλη όταν διακρίναμε τέτοια σημάδια είτε από τη στράτα του Λασιθιού είτε από την Περατόστρατα για τους ερχόμενους από την Παναγιά, τον Νιπητό, το Γεράκι, το Μουχτάρω. Όλοι καλοδεχούμενοι είτε γνωστοί και συγγενείς είτε όχι. ΞΕΝΙΑΚΟΣ το χωριό μου που πάει να πει πως πάντα τιμούσε τον Ξένιο Δία και επεδίωκε την (φιλο)Ξενία. Φτωχοί άνθρωποι μα το φαγητό ευλογημένο έφτανε και περίσσευε για όλους.

   Το μεσημέρι προς απόγευμα είχαμε άλλη αγωνία! Ποιο λυράρη είχε καλεσμένο ο κάθε μαγαζάτορας. Στου Μιχαήλου θα ‘παιζε ο Καλομοίρης, στου Ζαχαρία ο Σηφογιωργάκης, στου Μενέλαου ο Ηρακλής ο βιολάτορας από την Επισκοπή. Ο Ηρακλής είχε παίξει λέει και στο γάμο των γονιών μου. Αργότερα γλέντια καλά έκαναν κι ο Ράφτης κι ο Παναγιώτης κι ο Πρόεδρος. Μικρό το χωριό και δύσκολο να τακτοποιηθούν τα μεγάφωνα έτσι ώστε να μην επηρεάζει ο ένας λυράρης τον άλλο. Υπήρχε αλληλοσεβασμός και αλληλεκτίμηση.

   Σιγά σιγά καταφτάνανε παρέες παρέες οι χωριανοί με τους φιλοξενούμενούς τους. Ένα μικρό τραπεζάκι μπορούσε να χωρέσει γύρω του δέκα άτομα. Όλοι οι καλοί χωράνε που λένε. Δεν υπήρχαν στα παλιά ούτε μπύρες ούτε ευγενή ποτά. Ένα κρασί, μια ρακή, μια λεμονάδα πολλές φορές ανά δυο και τρεις, ένα υποβρύχιο, μια φλόκα ήταν τα κεράσματα. Κι όλοι διασκέδαζαν. Το γλέντι ήταν δυνατό. Οι οργανοπαίχτες έπαιζαν όμορφα, μπραγά, ήσυχα χωρίς ακρότητες έτσι που ένιωθες τα πόδια σου να μυρμηδιλίζουν και να μπαίνεις στο χορό αυθόρμητα και χόρευες στο ρυθμό που σου έδινε ο λυράρης χωρίς ούτε εσύ να ξεφεύγεις κάνοντας τα δικά σου, όπως πολλές φορές γίνεται σήμερα.

    Ανήμερα της εορτής όλοι πηγαίνανε στην εκκλησία, ακόμα κι οι λυράρηδες. Με το Δι’ ευχών τρέχαμε τα παιδιά να δούμε τι καινούριο είχε φέρει στον πάγκο του ο Ρουσάκης ο Αφραθιανός. Χτενάκια, γυαλιά, μουζίκες μα και ζαχαρωτές μαντινάδες είχαν πάντα προτεραιότητα. Στα σπίτια μένανε μόνο όσοι φρόντιζαν το άναμμα του φούρνου και την ετοιμασία του και το ψήσιμο του ψητού χοιρινού με τις χοντροκομμένες πατάτες μέσα στα ταψιά. Κάθε γειτονιά κι ένας φούρνος. Η μυρωδιά του αορείτικου πουρναριού που καιγόταν σε προϊδέαζαν για αυτό που θα ακολουθούσε. Δεν τρώγαμε βέβαια και πολύ συχνά κρέας γι’ αυτό και μόνο η οσμή μας ξεσήκωνε.

    Τα γλέντια συνεχίζονταν όλη μέρα κι όλη νύχτα κι είχαν τα μάτια τους δεκατέσσερα οι μεγάλοι μη τυχόν κι έρθει κανείς καινούριος μουσαφίρης και δεν τον δουν να τον προσκαλέσουν στα σπίτια μας. Τα ίδια βέβαια συμβαίνανε και για μας στα δικά τους χωριά, στα δικά τους πανηγύρια.

   Στο χωριό μας – όλοι το λέγανε – γινότανε το καλύτερο πανηγύρι γιατί ήταν το πρώτο του καλοκαιριού – της Αγίας Μαρίνας 17 Ιουλίου – κι ο κόσμος μετά τους κόπους του θερισμού και του αλωνίσματος κι αφού είχε αποθηκεύσει τα γεννήματά του, ήθελε να ξεδώσει και να δισκεδάσει.

   Λίγο αργότερα στις 26 Ιουλίου της Αγίας Παρασκευής, σειρά έπαιρνε το γειτονικό χωριό το Κατωφύγι. Θυμάμαι γλέντι στην αυλή του καφενείου του μπαρμπα Μιχάλη Μαθιουδάκη ενώ καλύβα έστηνε και ο μπαρμπα Μανώλης Βιαννιτάκης σ’ εκείνο το οικόπεδό του που αργότερα δώρισε για να γίνει η πλατεία. Θυμάμαι να παίζει εκεί με το ακορντεόν κρητικά  ο τυφλός νέος (του Κουντή) από την Έμπαρο Κώστας Σταματάκης που αργότερα στην Αθήνα βρέθηκε δίπλα στον μεγάλο Στέλιο Καζαντζίδη που τον ονόμαζε «χρυσά δάχτυλα».

   Ακολουθούσε το Μηλλιαράδω με την Κοίμηση της Παναγίας στις 15 Αυγούστου. Καλύβα για γλέντι έστηναν ο Λέανδρος, ο Πατουχάκης κι αργότερα ο Γιώργης ο Δροσατάκης (Ραπτάκης) γιος του πασίγνωστου Νταντάλα.

    Τελευταίο μεγάλο πανηγύρι γινόταν με το τέλος του καλοκαιριού στην Έμπαρο για την εορτή του Τιμίου Σταυρού και του Αγίου Νικήτα στις 14 και 15 Σεπτεμβρίου. Γιόρταζαν στον ίδιο δίκλιτο ναό δίπλα δίπλα. Τριήμερο το γλέντι. Το πρώτο καφενείο που θυμάμαι ήταν του Πολύβιου του Δρακάκη όπου στην πίσω αυλή πρωτοείδα και σακ-κι-έ. Συχνά άκουγα ότι έπαιζε εκεί ο επονομαζόμενος Ανατολιώτης. Γερό γλέντι γινόταν και στην όμορφη αυλή του Μπελαντογιάννη κι ύστερα στου Τζιρόκωστα και στου αδερφού του Παναγιώτη.

   Χρόνια παλιά, χρόνια των αναμνήσεων που κι αυτές χάνονται σιγά σιγά όσο χανόμαστε οι γεροντότεροι. Αυτό εξάλλου προσπάθησε να κάνει αυτή η δημοσίευση. Να θυμηθούν τα δικά τους οι παλιοί, να μάθουν οι νέοι. Υπάρχει ελπίδα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου