ΑΛΛΟΤΙΝΑ ΚΙ ΑΛΛΟΙΩΤΙΚΑ


Στερέψανε οι φλέγες σου χωριό μου,
απού δροσοποτίζανε τσοι κήπους στου Μπραΐμη,
περβόλια στον Κορεσανό, στη Μπλατζουνού, στο Χάνι
και με μπροστάρισσα τη Γρα τη Βρύση από το Λάκκο,
που έφτανε και κίναγε το Μύλο τση Δρακώνας
κι ομόρφαιναν και το χωριό με τα ψηλά πλατάνια
και τσι καρές, τσι μπουρνελιές και τσι μουρνιές  στσ΄ αυλές μας.
Και πίνανε και τα οζά στη φλέγα του Καγιόλα
και τα σκλαβεροκούδουνα σμίγανε παρακάτω
με το ομορφοκακάρισμα-ω Θεέ μου- τω περδίκω
που σα κυράδες ήρχουνταν  να πιουν στο Περδιγάρι.
Στερέψαν οι εικόνες σου, σταμάτησαν κι ήχοι.
Τσι μαρταρές δε θα τσι δεις σήμερο στα σοκάκια
δεμένες δυο και τρεις μαζί οι βούκολοι να σέρνουν,
να τσι βοσκήσουν ταχινές μ΄αροδαμούς στα πλάγια.
Μούδε θ΄ακούσεις σήμερο τα θερινά τα βράδια
το γάιδαρο του Μιχελή, στα Σώπατα δεμένο
στσι θερισμένες καλαμιές, τον αμανέ να πιάνει
να ξεσηκώνει κι εκειουσάς απού ΄ναι στο Κοπράνι
μα και τσοι αποδέλοιπους από τη Πέρα Ζώνη
κι όλοι μαζί μια μουσική να στέλνουνε στ΄αυτιά σου
με πρώτες, δεύτερες φωνές και μπάσους και τενόρους.
Κι ο πετεινός θε να λαλεί άδικα των αδίκω.
Τον αγωγιάτη πού να βρει να του φωνάξει «Σήκω!»
από τη ψάθα αχάραγα το ζωντανό να στρώσει
και να φορτώσει τα ασκιά το λάδι ή τα ξύλα
γιή το γλυκόπιοτο κρασί να πάει να πουλήσει
καλολοΐδια διάφορα μετά να πουσουνίσει
και γιαγύρει ολόχαρος το πρόσαργο στο σπίτι
χαρές απ΄ τη σακούλα του να βγάλει να μοιράσει.
Ούτε θ΄ακούς την ταχινή καμπάνα να χτυπάει
τα σκολειαρούδια να καλεί  στο μάθημα να πάνε.
Και οι ξωμάχοι που μετρούν το χρόνο τους με δαύτη
να πάνε, να ΄ρθουν, μια σταλιά να κάτσουν να τσιμπήσουν
ελιές με κρίθινο ψωμί μαζί με βρεχτοκούκια
γιή τυροζούλι σπιτικό γιή φρέσκο κατσοχείρι,
να πιουν κρασί μπαρίτικο, την έχερη να πιάσουν
γιά το ντεμπλί, γιά τον γκασμά, θρινάκι γιή δρεπάνι.
Θαρρώ πως και οι αντρειγές στερέψανε χωριό μου!
Δεν έχει Χετζαδάμηδες, Περή, Αντωνακογιώργη
ούτε Μανώλη του Μαθιού που στα 96*
την επανάσταση χάθηκε μη σκύβοντας κεφάλι
κι ήταν γραμματιζούμενος, τση Νομικής καμάρι
κι όλους εκειούς που χάθηκαν στα βάθη τση Τουρκίας
και τσ΄ άλλους που γιαγύρανε με τσι λαβές στο μπέτη.
Δεν έχει αντάρτες στα βουνά, μη ψάχνετε του κάκου
σκοτώθηκε από Γερμανούς και ο Μανώλης Δράκου.
Εμείς εδά εσκύψαμε ραγιάδες το κεφάλι
και κάθ΄ αργά ανοίγουμε του τόπου μας τσι πύλες
να μπούνε καμαρώνοντας Μπέηδες και Σουλτάνοι.
Στερέψανε οι αντρειγές μα θε να ξαναρθούνε
σα μας ε κάτσει στον καφά ζυγός ντόπιος γιή ξένος
και μας μιλήσει η φωνή μέσα μας τω προγόνω
πως το χωριό μας τη φιλιά γέννησε μα και τ΄ άλλο
που αντρειωσύνη λένε το κι είναι πολλά μεγάλο
και πως τα ρίφια προπατούν στση μάνας τος το ζάλο.

* 1896

                                Μανώλης Χετζογιαννάκης
                                Δάσκαλος

                                από τον Ξενιάκο Ηρακλείου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου